- εναρχία
- ἐναρχία, η (AM)η αρχή τού ενός, η εξουσία που ασκείται από έναν, μοναρχία («ἡ ὑπὲρ ἑναρχίαν ἑνότης», Δίον. Αρεοπ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εναρχικός — ἑναρχικός, ή, όν (AM) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εναρχία*, ο μοναρχικός («ἡνωμένον μὲν ἐστι τῇ ἐναρχικῇ Τριάδι», Δίον. Αρεοπ.) … Dictionary of Greek